δασονομικός

δασονομικός
-ή, -ό
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη δασονομία: Τα πλαίσια εκμετάλλευσης των δασών καθορίζονται από τη δασονομική πολιτική.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δασονομικός — ή, ό 1. όποιος ανήκει ή αναφέρεται στη δασονομία ή στον δασονόμο («δασονομικός σταθμός») 2. το αρσ. ως ουσ. δασονομικός ο υπάλληλος τού δασονομείου, ο δασονόμος 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) δασονομικά το σύνολο τών γνώσεων που αναφέρονται στα δάση… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”